- φτερουγώ
- βλ. φτερουγίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτερουγώ — άω, Ν φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φτερουγίζω, κατά τα νεοασυναίρετα] … Dictionary of Greek
φτερουγητό — το, Ν φτερούγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερουγώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
φτερουγάω — (σπάν. φτερουγώ), φτερούγισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: φτερουγάω : ο αόριστος σε ισα λόγω ισοδυναμίας με το φτερουγίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτερουγίζω — φτερούγισα, και φτερουγώ φτερούγησα 1. αμτβ. (για νεοσσούς), κουνώ, χτυπώ τα φτερά για να πετάξω. 2. πετώ σε μικρά διαστήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)